- κλειστοθήκιο
- το(μυκητ.) τύπος ασκοκαρπίου, χαρακτηριστικό τών πλεκτομυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cleistothecium < cleisto- (πρβλ. κλειστός) + -thecium (πρβλ. θηκίον < θήκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπικό σωμάτιο — Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το… … Dictionary of Greek